κληρωτῆς — κληρωτός appointed by lot fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρωταί — κληρωτής one who presided over elections by lot masc nom/voc pl κληρωτός appointed by lot fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρωτήν — κληρωτής one who presided over elections by lot masc acc sg (attic epic ionic) κληρωτός appointed by lot fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρωτῶν — κληρωτής one who presided over elections by lot masc gen pl κληρωτός appointed by lot fem gen pl κληρωτός appointed by lot masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρωτά — κληρωτά̱ , κληρωτής one who presided over elections by lot masc nom/voc/acc dual κληρωτής one who presided over elections by lot masc voc sg κληρωτής one who presided over elections by lot masc nom sg (epic) κληρωτός appointed by lot neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρωτάς — κληρωτά̱ς , κληρωτής one who presided over elections by lot masc acc pl κληρωτά̱ς , κληρωτής one who presided over elections by lot masc nom sg (epic doric aeolic) κληρωτά̱ς , κληρωτός appointed by lot fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλαρωτάς — κλαρωτάς, ὁ (Α) (δωρ. τ. τού κληρωτής* («κλαρωτὰς δικαστᾱν», επιγρ.) … Dictionary of Greek
κλαρώται — κλαρῶται, οἱ (Α) [κλάρος] Κρήτες ακτήμονες, δούλοι όπως οι είλωτες στη Σπάρτη, που καλλιεργούσαν τα κτήματα τών ελεύθερων πολιτών, αλλ. αφαμιώται («κλαρῶται εἵλωτες, δοῡλοι», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαρωτάς (δωρ. τ. τού κληρωτής) με αναβιβασμό τού … Dictionary of Greek
κληρωτίδα — η (Α κληρωτίς, ίδος) κάδος ή κιβώτιο ή δοχείο στο οποίο τοποθετούνται και ανακατεύονται οι λαχνοί που προορίζονται για κλήρωση, ψηφοδόχος κάλπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κληρωτής] … Dictionary of Greek
κληρωτρίς — κληρωτρίς, ίδος, ἡ (Α) η κληρωτίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κληρωτής] … Dictionary of Greek